- απονογείτονας
- (aponogeton). Γένος πολυετών υδρόβιων φυτών της οικογένειας των απονογειτωνιδών. Είναι φυτά ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών της Ασίας, της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι ρίζες τους είναι κονδυλώδεις, πλούσιες σε άμυλο και τρώγονται όπως οι πατάτες. Από τα 25 είδη του γένους, το πιο σπουδαίο είναι ο α. ο δίσταχυς,φυτό του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος, με φύλλα λογχοειδή μήκους 5-7 εκ. και άνθη πολύ αρωματικά, που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό και πολλαπλασιάζεται με σπέρματα.
Dictionary of Greek. 2013.